WAIL - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

WAIL - translation to αραβικά


WAIL         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Wail (disambiguation)

ألاسم

أَنَّة ; أَنِين ; اِنْتِحاب ; تَفَجُّع ; رثَاء ; رَثْي ; عَوْل ; عَوِيل ; مَنَاحَة ; نَحْب ; نَحِيب ; نُوَاح ; نَوْح ; وَلْوَلَة

الفعل

أَنَّ ; أَوَّهَ ; اِنْتَحَبَ ; بَكَى ; تَأَلَّمَ ; تَأَوَّهَ ; عَوَّلَ ; ناحَ ; نَحَبَ ; وَلْوَلَ

wail         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Wail (disambiguation)
VI
يعول ، ينتحب يشكو
T
يندب
N
إعوال ، عويل ، نحيب شكوى
wail         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Wail (disambiguation)
اسْم : عويل
----------------------------------------
فِعْل : يُعْوِل . ينتحب

Ορισμός

wail
¦ noun a prolonged high-pitched cry of pain, grief, or anger.
?a sound resembling this.
¦ verb
1. give or utter a wail.
2. literary manifest or feel deep sorrow for; lament.
Derivatives
wailer noun
wailful adjective (literary).
wailing noun & adjective
wailingly adverb
Origin
ME: from ON; related to woe.

Βικιπαίδεια

WAIL
| callsign_meaning =
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για WAIL
1. Every morning, sirens wail just downriver from the dam.
2. The passersby moved on and the sirens continued to wail.
3. The camel cries out the mournful wail of a dying animal.
4. Max was strangely quiet; there was no loud wail to signal his entry into the world.
5. Gunfire rang out across the capital, and the wail of police and ambulance sirens seemed incessant.